- ἀρδμός
- ἀρδμός, ὁ,A means of watering, Il.18.521, Od.13.247, Nonn.D.26.185; watering-place, A.R.4.1247.II draught, νέκταρος prob. in Orph.Fr.189.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρδμός — ἀρδμός, ο (Α) [άρδω] 1. τρόποι, μέσα ποτίσματος 2. τόπος ποτίσματος, ποτίστρα … Dictionary of Greek
ἀρδμός — means of watering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρδμοί — ἀρδμός means of watering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρδμόν — ἀρδμός means of watering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρδηθμός — ἀρδηθμός, ο (Α) άρδευση, πότισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρδμός] … Dictionary of Greek